παλικαρίσιος, -ια, -ιο

παλικαρίσιος, -ια, -ιο
αυτός που ταιριάζει σε παλικάρι, αντρίκιος, λεβέντικος, ευθύς: Πήγε να τον ξευτελίσει, μα του έδωσε παλικαρίσια απάντηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντρίκειος — εια, ειο ανδρικός, παλικαρίσιος: Όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια η στάση του ήταν αντρίκεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γενναιόψυχος — η, ο επίρρ. α αυτός που έχει γενναία ψυχή, ο γενναιόκαρδος, ο παλικαρίσιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”